ενσυνείδητος

ενσυνείδητος
ος , ον
1) сознательный; 2) сознающий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ενσυνείδητος" в других словарях:

  • ενσυνείδητος — η, ο 1. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει στη συνείδηση 2. εκείνος τού οποίου έχει σαφή γνώση το άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • ενσυνείδητος, -η — ο επίρρ. α 1. που υπάρχει ή συμβαίνει στη συνείδηση. 2. που γίνεται με επίγνωση, συνειδητός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυθυποβολή — η ο ασυνείδητος ή ενσυνείδητος επηρεασμός των ιδεών και των πεποιθήσεων ενός ατόμου από το ίδιο το άτομο με αποτέλεσμα την πρόκληση μόνιμων ψυχικών ή σωματικών μεταβολών …   Dictionary of Greek

  • Μούζιλ, Ρόμπερτ — (Robert Musil, Κλάγκενφουρτ 1880 – Γενεύη 1942). Αυστριακός συγγραφέας. Αποφοίτησε από το πολυτεχνείο το 1901, οπότε διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Στουτγάρδης. Σύντομα ανακάλυψε ότι τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η μελέτη της φιλοσοφίας και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»